- αντιγεννώ
- ἀντιγεννῶ (-άω) (Α)1. γεννώ αυτόν που με γέννησε («ἀντιγεννῆσαι γὰρ οὐχ οἷόν τε τούτους» — δεν θά 'ταν δυνατόν να γεννήσω εγώ αυτούς που με γέννησαν)2. γεννώ, παρουσιάζω κι εγώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek